- ἱέρισσα
- ἱέρ-ισσα, ἡ,A = ἱέρεια, PStrassb.84.14(ii B.C.), BGU994 ii8, PLond.3.880.7 (ii B.C.), CIG4009b ([place name] Iconium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιέρισσα — ἱέρισσα, ἡ (ΑΜ) η ιέρεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* με κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα, διακόν ισσα)] … Dictionary of Greek
ἱερίσσας — ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem acc pl ἱερίσσᾱς , ἱέρισσα fem gen sg (doric aeolic) ἱερίσσᾱς , ἱερίζω consecrate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερισσῶν — ἱέρισσα fem gen pl ἱερίζω consecrate fut part act masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek